πολύσκαρθμον

πολύσκαρθμον
πολύσκαρθμος
much-springing
masc/fem acc sg
πολύσκαρθμος
much-springing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”